τιμωρος

τιμωρος
    τιμωρός
    τῑμωρός
    I
    ион. τῑμήορος, дор. τῑμάορος 2
    (ᾱ)
    1) карающий, мстящий
    

(χείρ Eur.)

    2) взывающий к мщению, мстительный
    

(λόγος Her.)

    II
    ион. τῑμήορος ὅ
    1) заступник, защитник, хранитель Aesch., Her. etc.
    2) мститель, каратель
    

τ. τινος Aesch., Soph., Thuc. — мститель за кого-л., Soph., Plat. каратель чего-л.

    3) исполнитель кары, палач Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τιμωρος" в других словарях:

  • τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • τιμωρός — τῑμωρός , τιμωρός avenging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρός — ο αυτός που τιμωρεί, ο εκδικητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • τιμωρόν — τῑμωρόν , τιμωρός avenging masc/fem acc sg τῑμωρόν , τιμωρός avenging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯er-8 (*su̯er-) —     u̯er 8 (*su̯er )     English meaning: to observe, pay attention     Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben”     Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • έκδικος — ο (AM ἔκδικος, ον) 1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός 2. υπερασπιστής 3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων αρχ. 1. παράνομος, άδικος 2. νόμιμος αντιπρόσωπος,… …   Dictionary of Greek

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • αλαστορία — ἀλαστορία, η (Α) [ἀλάστορος] 1. η τιμωρός εκδίκηση τού υπέρτατου όντος 2. κακία, πονηρία, ανοσιότητα …   Dictionary of Greek

  • αλιτήριος — ια, ιο (Α ἀλιτήριος, ιον) σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης αρχ. 1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος 2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα 3. αίτιος, ένοχος για κάτι 4. εκδικητής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»